- διάσυρσις
- διάσυρσιςdrawing throughfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διάσυρσις — διάσυρσις, η (Α) 1. ο διασυρμός 2. έλξη με χειρουργικό όργανο … Dictionary of Greek
διασύρσεως — διασύρσεω̆ς , διάσυρσις drawing through fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)